- παλάγκο
- Αναρτώμενη ανυψωτική διάταξη που κινείται μηχανικά ή με το χέρι. Υπάρχουν στάσιμα και κινητά π. αναρτημένα σε ειδικά φορεία, που μετακινούνται σε εναέρια γραμμή. Το π. που κινείται με το χέρι αποτελείται από κορμό, στον οποίο βρίσκεται ο μηχανισμός ανύψωσης, με ατέρμονα κοχλία ή οδοντωτούς τροχούς και γάντζο για την ανάρτηση του φορτίου. Η κινητήρια οδοντωτή τροχαλία (μπλοκ) του μηχανισμού ανύψωσης και η κινητή τροχαλία του γάντζου είναι συζευγμένες με αλυσίδα που αποτελείται από πλακίδια ή συγκολλημένους κρίκους. Στον μηχανισμό ανύψωσης τοποθετείται πέδη, η οποία εμποδίζει την πτώση του φορτίου που ανυψώθηκε. Το π. με ηλεκτρική κίνηση είναι βαρούλκο με υποπολλαπλασιαστή, ηλεκτροκινητήρα, τύμπανο, ή οδοντωτή τροχαλία, πέδη και γάντζο. Η διαβίβαση του ρεύματος γίνεται με ρευματολήπτη ή με εύκαμπτα καλώδια. Σε πολλές περιπτώσεις για να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι πυρκαγιάς, χρησιμοποιούνται π. που κινούνται με πεπιεσμένο αέρα, ο οποίος διαβιβάζεται από σταθμό συμπιεστών ή από φιάλες. Τα π. χρησιμοποιούνται ως ανεξάρτητες ανυψωτικές διατάξεις στα τμήματα των βιομηχανικών μονάδων, στις αποθήκες, στα εργαστήρια, στα πλοία κ.α.
* * *το, και παλάγκος και μπαλάγκος, ο1. ναυτ. βαρούλκο, πολύσπαστο2. φρ. «σότο παλάγκο» — όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ο παραλήπτης τού φορτίου είναι υποχρεωμένος, αφού ειδοποιηθεί, να παραλάβει έγκαιρα το εμπόρευμα που ξεφορτώνεται στην πλευρά τού πλοίου με βαρούλκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palanco < λατ. phalangae < φάλαγξ].
Dictionary of Greek. 2013.